- ποδηγετώ
- ποδηγετώ, ποδηγέτησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ποδηγετώ — ποδηγετῶ, έω, ΝΜΑ [ποδηγέτης] 1. οδηγώ κάποιον, δείχνω τον δρόμο σε κάποιον 2. μτφ. καθοδηγώ, κατευθύνω ηθικά και πνευματικά κάποιον αρχ. διδάσκω («τἀγαθὰ... ποδηγετεῑν», Δημόκρ.) … Dictionary of Greek
ποδηγετώ — ποδηγέτησα, ποδηγετήθηκα 1. μτβ., δείχνω το δρόμο σε κάποιον, οδηγώ. 2. μτφ., δίνω καλή ανατροφή σε κάποιον, παιδαγωγώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποδηγέτηση — η, Ν ποδηγεσία, καθοδήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδηγετώ. Η λ., στον λόγιο τ. ποδηγέτησις, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
ποδηγώ — έω, Α [ποδηγός] 1. ποδηγετώ, δείχνω το δρόμο («ἁρπάσας παῑδα ἕνα... ἐκέλευσε ποδηγεῑν πρὸς τὰς ἀνατολάς», Απολλόδ.) 2. κατευθύνω, καθοδηγώ πνευματικά … Dictionary of Greek
συμποδηγετώ — έω, Α [ποδηγετῶ] συμμετέχω στην καθοδήγηση πορείας … Dictionary of Greek